ηδύνω

ηδύνω
(αόρ. ήδυνα, παθ. αόρ. ηδύνθην, μετχ. πρκ. ηδυσμένος) μετ.
1) делать вкусным, приятным; приправлять; подслащивать; 2) радовать, веселить, услаждать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηδύνω" в других словарях:

  • ἡδυνῶ — ἡδύνω season fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύνω — ἡδύ̱νω , ἡδύνω season aor ind mid 2nd sg ἡδύ̱νω , ἡδύνω season aor subj act 1st sg ἡδύ̱νω , ἡδύνω season pres subj act 1st sg ἡδύ̱νω , ἡδύνω season pres ind act 1st sg ἡδύ̱νω , ἡδύνω season aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδύνω — (Α ἡδύνω) 1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.) 2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο 3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω 4. μέσ. ἡδύνομαι ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι αρχ. θωπεύω, κολακεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἠδύνω — δύναμαι to be able aor ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύνθην — ἡδύνω season aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἡδύνω season aor ind pass 1st sg ἡδύνω season aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἡδύνω season aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυνεῖ — ἡδύνω season fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδύνω season fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυνθέντα — ἡδύνω season aor part pass neut nom/voc/acc pl ἡδύνω season aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυνοῦν — ἡδύνω season fut part act masc voc sg (attic epic doric) ἡδύνω season fut part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυνούσης — ἡδύνω season fut part act fem gen sg (attic epic) ἡδῡνούσης , ἡδύνω season pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυσμέναι — ἡδύνω season perf part mp fem nom/voc pl ἡδυσμένᾱͅ , ἡδύνω season perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυσμένον — ἡδύνω season perf part mp masc acc sg ἡδύνω season perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»